εἰσφορά

εἰσφορά
εἰσ-φορά, , ([etym.] εἰσφέρω)
A carrying or gathering in, X.Oec.7.40.
II at Athens, etc., property-tax levied for purposes of war,

εἰσφορὰς εἰσφέρειν Antipho 2.2.12

, Lys.30.26
, cf. Th.3.19, etc.
b in Egypt, special tax, PTeb.89.74, 124.35 (pl.), etc.
2 generally, contribution,

χρημάτων Pl.Lg.955d

;

αἱ εἰ. τῶν τελῶν Arist.Pol.1313b26

.
III introduction, proposal,

νόμων D.H.10.4

, cf. D.C.37.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰσφορά — εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc/acc dual εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφορᾷ — εἰσφορά carrying fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …   Dictionary of Greek

  • εισφορά — η 1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο. 2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές. 3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσφοράν — εἰσφορά̱ν , εἰσφορά carrying fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοράς — εἰσφορά̱ς , εἰσφορά carrying fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοραῖς — εἰσφορά carrying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοραί — εἰσφορά carrying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφορᾶς — εἰσφορά carrying fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφορῶν — εἰσφορά carrying fem gen pl εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”